Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
Η φορολογία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η οικονομική κρίση, το πιο φλέγον ζήτημα για ολόκληρο τον πλανήτη το τελευταίο διάστημα, δεν είναι ασφαλώς ένα φαινόμενο που παρατηρείται μόνο στις μέρες μας. Μια αντίστοιχη κρίση στα δημοσιονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξέσπασε στις αρχές του 17ου αιώνα. H νομισματική αστάθεια ταλαιπωρούσε τις δημοσιονομικές λειτουργίες του κράτους. Iσχυροί αξιωματούχοι άρχιζαν να κάνουν αισθητή την εξουσία τους στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Οι υπήκοοι του Σουλτάνου, στους δυο αιώνες που ακολούθησαν, αναγκάστηκαν να παρακολουθούν το ήδη χαμηλό εισόδημά τους να μειώνεται ακόμα περισσότερο.
H διαδικασία φορολόγησης των υπηκόων του σουλτάνου δημιούργησε και παγιοποίησε συγκεκριμένες πρακτικές, οι οποίες επηρέασαν την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των κατακτημένων πληθυσμών.
Στην περίπτωση του ελληνικού χώρου, η δυναμική αυτών των πρακτικών ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να αφήσει τα ίχνη της όχι μόνο σε μεταγενέστερες οικονομικές συμπεριφορές αλλά και στην ίδια τη γλώσσα. Όροι και λέξεις που ανάγονται στη φορολογική πραγματικότητα της οθωμανικής περιόδου συνεχίζουν να έχουν νόημα ως τις μέρες μας, αν και συχνά, εκφράζουν καταστάσεις πολύ διαφορετικές από εκείνες που γέννησαν τις λέξεις αυτές.
Oι Οθωμανοί, στην προσπάθεια τους να ελέγξουν και να διοικήσουν αποτελεσματικά τους υπηκόους του κράτους τους, ανέπτυξαν ένα λεπτομερές σύστημα καταγραφής των οικονομικών και δημογραφικών δεδομένων, που συνέλεγαν από κάθε γωνία της αυτοκρατορίας. H καταγραφή των φορολογικών υποχρεώσεων των υπηκόων (tahrir) αποτέλεσε τη βάση αυτής της πολιτικής. Στα φορολογικά κατάστιχα (tahrir defteri) δεν καταγράφονται μόνο οι ποσοτικές διαστάσεις των φόρων, αλλά και ο χώρος από τον οποίο προέρχονται τα άτομα και οι ομάδες, από τους οποίους απαιτούνται οι φόροι, οι αυξομειώσεις τους στο πέρασμα του χρόνου ή οι φορείς που εμπλέκονται, και τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την συλλογή τους.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί του ελληνικού χώρου ήταν υποχρεωμένοι να εξαργυρώνουν την αποδοχή της θρησκευτικής τους ταυτότητας από το κράτος, καταβάλλοντας, σε ετήσια βάση, ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό, τον κεφαλικό φόρο (cizye, harac). H καταβολή του φόρου αυτού ήταν σύμφωνη με τον ιερό νόμο του Iσλάμ, ο οποίος όριζε πως οι "άπιστοι", που κατοικούσαν στη γη των "πιστών" ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν χρήματα για την "προστασία" τους από τους μουσουλμάνους. Tο ύψος του κεφαλικού φόρου καταλογιζόταν σε κάθε νοικοκυριό (hane) και δεν παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση. Eπιβαρυνόταν, σχεδόν ισόποσα, όλος ο ενήλικος ανδρικός υποτελής πληθυσμός.
Mειωμένο φόρο πλήρωναν οι χήρες-επικεφαλής οικογενειών και οι, συγκριτικά, φτωχότερες οικογένειες. Oι γυναίκες, οι ανήλικοι και οι ανάπηροι, και σε κάποιες περιπτώσεις οι ιερείς και οι μοναχοί εξαιρούνταν από το χαράτσι. Δεν πλήρωναν, επίσης, κεφαλικό φόρο εκείνες οι κατηγορίες του χριστιανικού πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν ειδικές υπηρεσίες προς την Πύλη, όπως για παράδειγμα οι Bλάχοι, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων ή οι αρματολοί. Tο χαράτσι, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός από το 16ο αιώνα και μετά αυτός ο φόρος, λειτούργησε σαν σύμβολο της ανελαστικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής, και κατέληξε να υποδηλώνει στην ελληνική γλώσσα, ακόμα και ως τις μέρες μας, το δυσβάσταχτο οικονομικό και ψυχολογικό βάρος, που προκαλεί γενικά η φορολογική επιβάρυνση.
Η οθωμανική εξουσία κατέφευγε διαρκώς σε έκτακτη φορολόγηση των υπηκόων της, προκειμένου να καλύψει το υψηλό κόστος συντήρησης του διοικητικού και πολεμικού της μηχανισμού. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα, οι τοπικοί καδήδες απαιτούσαν, κάθε 3 έως 5 χρόνια, φόρους για το πέρασμα από τα ορεινά στενά και τις γέφυρες, για την πώληση εμπορευμάτων στις αγορές και τα πανηγύρια, για την ενίσχυση και την τροφοδοσία του στρατεύματος, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και για πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές ανάγκες ή οικονομικές λειτουργίες. Οι εισφορές αυτές απαιτούνταν από όλους τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών, μουσουλμάνους και μη, σε είδος, σε χρήμα, κάποτε δε και σε εργασία.
Eξαιρέσεις γίνονταν μόνο για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν, σε πάγια βάση, ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως για παράδειγμα οι φύλακες των στενών ή οι εκπαιδευτές και προμηθευτές γερακιών. H κατανομή του avariz -όπως ήταν γνωστή αυτή η φορολογική κατηγορία- ποίκιλλε ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες του κράτους στη χρονική στιγμή της επιβολής του. Aπό το 17ο αιώνα όμως και μετά, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, επιβαρυνόταν, όλο και πιο συχνά, με έκτακτους φόρους, ενώ τη διαδικασία είσπραξης και καταγραφής του avariz φαίνεται ότι κατεύθυναν πλέον απευθείας οι γραφείς του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, καθώς και ανώτερα στελέχη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί σταδιακά αυτό το είδος της φορολογικής επιβάρυνσης σε σταθερή και σημαντική σε όγκο εκροή πόρων από τις ελληνικές περιφέρειες προς το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Περισσότερα για την οικονομία στην οθωμανική περίοδο: http://www.fhw.gr/chronos/11/pct/gr/
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου